λιθοπαίδιο(ν)

λιθοπαίδιο(ν)
το
ιατρ. νεκρό έμβρυο που δεν έχει αποβληθεί από τη μήτρα ή τη σάλπιγγα και έχει ασβεστοποιηθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lithopedion < νεολατ. lithopedion < litho- (< λιθο-*) + pedion (< παιδίον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”